Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ὑπὸ χθονός

  • 1 Under

    adv.
    P. and V. κτω, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).
    From under: P. and V. κτωθεν.
    Be or lie under: P. and V. ὑπεῖναι.
    Adjectivally, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).
    Subject to: P. and V. πήκοος (gen. or dat.), ποχείριος (dat.), V. χείριος (absol.).
    Keep under, subdue, v.: P. and V. χειροῦσθαι; see Subdue.
    The underworld: P. and V. ᾍδης, ὁ, or use P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see under World.
    From the underworld: P. and V. κτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).
    In the underworld: P. and V. κτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).
    Of the underworld, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.
    To the underworld: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.
    ——————
    prep.
    Of motion under: Ar. and P. πό (acc.).
    Of rest: P. and V. πό (gen. or dat., but dat. rare in P.).
    Of subjection: P. and V. πό (dat.).
    Below: P. and V. πό (gen.), Ar. and P. πένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κτω (gen.).
    In accordance with: P. and V. κατ (acc.).
    I am not amenable to the laws under which I was summarily arrested: P. καθʼ οὓς ἀπήχθην οὐκ ἔνοχός εἰμι τοῖς νόμοις (Antipho. 139, 27).
    Under a name: P. ἐπʼ ὀνόματος.
    To abide by the name under which he adopted you: P. μένειν ἐφʼ οὗ σὲ ἐποιήσατο ὀνόματος (Dem. 1003).
    Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις.
    Under fire, be under fire: use P. and V. βάλλεσθαι (lit., be shot at).
    Under ground: P. ὑπὸ γῆς, V. πὸ χθονός, κατὰ χθονός, κτω γῆς, κτω χθονός, Ar. κατ τῆς γῆς (Pl. 238).
    Under sentence: use condemned.
    Under way, get under way, v.: P. and V. παίρειν, αἴρειν (V. in mid.); see set sail.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Under

  • 2 Below

    prep.
    Beneath: P. and V. πό (gen., V. also dat.; see under), Ar. and P. πένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κτω (gen.).
    Inferior to: use adj., P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).
    ——————
    adv.
    P. and V. κτω, V. ἔνερθ(ν), νέρθε(ν).
    From below: P. and V. κτωθεν.
    A little below on the left hand you may perchance see a spring of water: V. βαιὸν δʼ ἔνερθεν εξ ἀριστερᾶς τάχ’ ἀν ἴδοις ποτὸν κρηναῖον (Soph., Ph. 20, 21).
    Those below, i.e., the dead: P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.
    The world below: P. and V. ᾍδης, ὁ; see under World.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Below

См. также в других словарях:

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω …   Dictionary of Greek

  • καταναίω — (Α) 1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε») 3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναίω… …   Dictionary of Greek

  • μεθαιρώ — μεθαιρώ, έω (Α) (μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα * + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν αιρώ)] …   Dictionary of Greek

  • πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… …   Dictionary of Greek

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»